αμολημένος

αμολημένος
-η, -ο [αμολάω]
1. αυτός που αφέθηκε ελεύθερος, δίχως περιορισμό
2. χαλαρωμένος, χαλαρός
3. (για ζώα) αυτός που δεν είναι περιορισμένος, δεμένος με σκοινί ή αλυσίδα, λυτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμολάω — και αμολάρω 1. απαλλάσσω κάποιον ή κάτι από τα δεσμά ή τον περιορισμό του, αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω 2. αφήνω ελεύθερο κάτι που κρατώ 3. αφήνω κάτι να ξετυλιχθεί ή να ανυψωθεί 4. ξαμολάω, χαλαρώνω 5. αφήνω κάποιον ελεύθερο στις ενέργειές του,… …   Dictionary of Greek

  • αμολητός — ή, ό [αμολάω] ο αμολημένος …   Dictionary of Greek

  • αμολιέμαι — αμολιέμαι, αμολήθηκα, αμολημένος βλ. πίν. 59 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απολυτός — ή, ό επίρρ. ά 1. λυμένος, αμολημένος: Πολλές φορές ξεχνούσε κι άφηνε απολυτό το σκύλο του. 2. το ουδ. ως ουσ., το απολυτό είδος λαϊκού τραγουδιού και χορού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”